χειρίστως

χειρίστως
χείριστος
adverbial
χείριστος
masc acc pl (doric)
χείρων
mcaner
adverbial
χείρων
mcaner
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χειρίστως — Α επίρρ. βλ. χείριστος …   Dictionary of Greek

  • χείριστος — η, ο / χείριστος, ίστη, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ κακός, πολύ κακής ποιότητας (α. «διαγωγή χείριστη» β. «ὁ χείριστος τῶν ἀνθρώπων», Ξεν.) αρχ. (το ουδ. αιτ. πληθ. ως επίρρ.) χείριστα με χείριστο τρόπο. επίρρ... χείριστα / χειρίστως, ΝΜΑ πάρα πολύ κακά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”